Συνέντευξη στη συγγραφέα Ιωάννα Γκανέτσα
Το βιβλίο της κυρίας Τατιάνας Αβέρωφ “Silver Alert” (Εκδόσεις Μεταίχμιο) βρέθηκε στα χέρια μου το προηγούμενο διάστημα, με αφορμή την παρουσίασή του στην πόλη της Λάρισας. Με επτά βιβλία στο ενεργητικό της, εκ των οποίων τα δύο τελευταία αστυνομικά μυθιστορήματα με τον ίδιο αστυνομικό ως πρωταγωνιστή, η κυρία Αβέρωφ μπαίνει στα χωράφια τόσο της αρχαιοκαπηλίας όσο και της νοοτροπίας της επαρχίας και μας παρουσιάζει έναν μικρόκοσμο που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να είναι -σε μεγάλο βαθμό- κομμάτι της.
Ο τίτλος «Silver Alert» είναι ευρηματικός. Παραπέμπει στην εξαφάνιση μιας γυναίκας –συζύγου επιφανούς επιχειρηματία της περιοχής– και κειμηλίων από εκκλησίες. Μέσα σε αυτά έχουμε και έναν φόνο ενός καθηγητή. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να πλέξετε τρεις φαινομενικά άσχετες υποθέσεις;
Εντοπίσατε πράγματι τη βασική δυσκολία/πρόκληση που αντιμετώπισα ως συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο. Η σύλληψη μου φάνηκε καλή: Τρεις διαφορετικές υποθέσεις, που αναπτύσσονται παράλληλα σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου ως την τελική σύγκλισή τους, θα πρόσφεραν, σκέφτηκα, μια πιο πλούσια πλοκή που θα κρατούσε το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αλλά…, στην πράξη χρειάστηκε μεγάλη αυτοπειθαρχία για να μην επεκταθώ πολύ στην ανάπτυξη της κάθε ιστορίας, αφού έπρεπε να εναλλάσσεται ο φακός μου διαδοχικά, ώστε να παρακολουθεί ο αναγνώστης και τις τρεις υποθέσεις χωρίς να μπερδεύεται. Ήταν μια δύσκολη άσκηση, αλλά είμαι ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα.
Αρχαιοκαπηλία, ανεκτίμητα κειμήλια και σκηνικό η Ήπειρος. Πόση δόση αλήθειας κρύβει η νέα περιπέτεια του Αστυνόμου Γαλάνη;
Έχουν σημειωθεί αναρίθμητες ληστείες σε ερημικές εκκλησίες, όχι μόνο στην Ήπειρο αλλά και σε άλλες περιφέρειες της χώρας μας. Η κεντρική ιδέα λοιπόν του βιβλίου βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Κάποιες μάλιστα από τις λεπτομέρειες που αναφέρω ανταποκρίνονται 100% στα όσα μου είπαν άνθρωποι που είχαν εμπλακεί τότε στην έρευνα της υπόθεσης. Βέβαια σε όλα αυτά έχουν προστεθεί ακόμα περισσότερα φανταστικά στοιχεία και έτσι θα έλεγα πως το βιβλίο συνολικά είναι προϊόν μυθοπλασίας ‒ ας πούμε σε μια αναλογία 80%-20% ή και 90%-10% αν υπολογίσουμε πως και όλοι οι χαρακτήρες είναι τελείως φανταστικοί.
Υπάρχουν ακόμη βυζαντινοί θησαυροί στις εκκλησίες; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να βγουν στο εξωτερικό;
Βυζαντινοί θησαυροί, με την κυριολεξία του όρου, πιθανόν να μην υπάρχουν σήμερα στις εκκλησίες καθώς τα σωζόμενα κινητά αντικείμενα έχουν μεταφερθεί στα μουσεία ‒ ευτυχώς. Υπάρχουν όμως παλιές εικόνες και εκκλησιαστικά κειμήλια που έχουν μεγάλη αξία και «πιάνουν» καλές τιμές στις αγορές της χώρας μας και του εξωτερικού. Η νομοθεσία απαγορεύει βέβαια την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών που χρονολογούνται πριν από το 1832. Όμως, όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος…
Στο βιβλίο περιγράφετε γλαφυρά τις παθογένειες και τις νοοτροπίες της επαρχίας ζώντας σε αυτή. Επιλογή ή συγκυρία;
Καθαρά επιλογή. Όταν αποφάσισα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και στο αστυνομικό μυθιστόρημα, διάλεξα αυτομάτως να το τοποθετήσω σε ένα περιβάλλον οικείο, μακριά από τη μεγάλη πόλη. Στα μικρά μέρη όλα είναι πιο έντονα, πιο μεγεθυμένα, λιγότερο απρόσωπα. Οι τοπικές αρχές, η αστυνομία, η υγεία δεν είναι απρόσωποι θεσμοί, έχουν όνομα και επώνυμο. Όλοι ξέρουν όλους, εξού και τα κουτσομπολιά οργιάζουν. Αυτό με γοητεύει ως συγγραφέα γιατί μου δίνει την ευκαιρία να εστιάσω στα παράδοξα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να εμπνευστώ από τους χαρακτήρες μου.
Πόσο απέχει ή πόσο κοντά είναι η αλήθεια από τη μυθοπλασία σε αυτό το βιβλίο σας;
Είναι πολύ κοντά, πιστεύω.
Ο Αστυνόμος Γαλάνης –γνωστός από το προηγούμενο βιβλίο «Έγκλημα στον Παράδεισο»– είναι έντιμος, παθιασμένος με τη δουλειά του αλλά κλειστός, ίσως και μονόχνοτος χαρακτήρας. Ώσπου μπαίνει στη ζωή του ο έρωτας. Πόσο καταλυτική είναι η γνωριμία του με τη γιατρό Μαρία Λάζου; Μπορεί ο έρωτας να αλλάξει έναν άνθρωπο; Πρόσκαιρα ή οριστικά.
Ναι, πιστεύω πως ο έρωτας μπορεί να αλλάξει έναν άνθρωπο. Πόσο εύκολα ή δύσκολα, πόσο πολύ ή λίγο και πόσο πρόσκαιρα ή οριστικά, εξαρτάται νομίζω από την πορεία και την υφή του έρωτα. Από το αν δηλαδή οι δύο ερωτευμένοι επικοινωνούν και νοιάζονται πραγματικά για το έτερό τους ήμισυ, αν είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν και οι ίδιοι και να αγωνιστούν για τη σχέση τους.
Τι οδηγεί έναν μεθοδικό και λάτρη της λεπτομέρειας και της οργάνωσης χαρακτήρα –όπως εμφανίζεται στο προηγούμενο βιβλίο σας ο Αστυνόμος Γαλάνης– να χάσει τρόπον τινά τον έλεγχο των συνηθειών του σε αυτό το βιβλίο;
Σωστά το επισημαίνετε. Σ’ αυτό το βιβλίο, ο αστυνόμος Γαλάνης είναι εξαιρετικά, υπερβολικά, ανυπόφορα πιεσμένος. Ο λόγος είναι ότι έχει φορτωθεί ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές υποθέσεις, που τον αναγκάζουν να τρέχει αδιάκοπα από τον Παράδεισο ως στην Αθήνα και απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ήπειρο. Επιπλέον, η αγαπημένη του τού γκρινιάζει αφόρητα για τις απουσίες του, λες και δεν θα ήθελε κι εκείνος να χαλαρώσει και να χαρεί τον έρωτά τους. Όλα αυτά τον έχουν φέρει στα όριά του.
Πέρα από τη δράση και την αγωνία μιας περιπέτειας, το βιβλίο έχει δόσεις χιούμορ. Είναι το χιούμορ συστατικό της δικής σας ζωής; Σας βγάζει από δύσκολες καταστάσεις;
Το χιούμορ μού βγαίνει φυσικά, είναι ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα, ο τρόπος που σχολιάζω και εξορκίζω τα κακώς κείμενα. Δεν ξέρω αν με βγάζει από δύσκολες καταστάσεις, θα έλεγα μάλλον πως είναι για μένα μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία που μαλακώνει τον θυμό ή την πίκρα, εκφράζοντάς τα με μια πιο δημιουργική ή έστω ανώδυνη ματιά.
Πολλοί νεότεροι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι μια καλή πλοκή δεν έχει τόσο την ανάγκη καλής γλωσσικής έκφρασης. Η αγωνία να βρεθεί η αλήθεια καλύπτει κάθε τεχνικό λάθος. Πόσο συμφωνείτε με αυτό;
Διαφωνώ κάθετα. Ένα κακογραμμένο βιβλίο, όση δράση και αν έχει, είναι αφόρητο. Η γλώσσα είναι για μένα κάτι ιερό. Την αγαπώ και τη σέβομαι και την υπηρετώ όσο καλύτερα μπορώ. Η γλώσσα μάς διαμορφώνει. Οι λέξεις έχουν λεπτές έννοιες, ήχους, ρυθμούς, που μας οδηγούν σε σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες, παρανοήσεις. Η γλωσσική προχειρότητα με πονάει αισθητικά και ιδεολογικά.
Είστε και διευθύντρια της Πινακοθήκης Αβέρωφ. Θα βλέπατε ένα επόμενο μυστήριο με αφορμή τον χώρο ή τους πίνακες;
Η ιστορία είναι έτοιμη, μένει να τη γράψω. Αστειεύομαι βέβαια, αλλά και όχι απόλυτα.
Βοηθούν οι σπουδές ψυχολογίες στην ανάπτυξη των χαρακτήρων των βιβλίων σας ή η ιδιότητα-ικανότητα της συγγραφέως υπερτερεί;
Όλα βοηθούν. Πιο πολύ απ’ όλα όμως, ίσως είναι θέμα προσωπικό ‒ ότι δηλαδή με ενδιαφέρει πάντα να καταλάβω τι κρύβει μέσα του ο άλλος.
Κλείνοντας, υπάρχει κάποια φράση του βιβλίου που αγαπήσατε για την αλήθεια της από την πρώτη στιγμή που τη γράψατε, κι αν ναι θέλετε να τη μοιραστείτε μαζί μας;
Πολλές, για διαφορετικούς λόγους, όχι αναγκαστικά για την «αλήθεια» της. Ίσως για την ομορφιά ή τον ρυθμό της ή για τη χρησιμότητά της στη ροή της αφήγησης ή για το κλείσιμο κάποιας ενότητας. Δεν είναι όμως κάποια που μπορώ να απομονώσω και να σταθεί εδώ ως φράση από μόνη της.