Συνέντευξη στην Ιωάννα Γκανέτσα
Ο Διονύσης Μαρίνος είναι δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και επί τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (μεταφρασμένη λογοτεχνία). Τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Ο Μπλε ήλιος (Εκδόσεις Μεταίχμιο), το έβδομο κατά σειρά βιβλίο του, είναι η ιστορία της Μαριάννας, του Γεράσιμου και του Ιάσονα. Οι ζωές τους μπλέκονται όταν ο ηλικιωμένος Γεράσιμος καταρρέει στον δρόμο χτυπημένος από εγκεφαλικό. Ένας νεότερος συγγραφέας, ο Ιάσονας, του δίνει τις πρώτες βοήθειες, πηγαίνει μαζί του στο νοσοκομείο και ειδοποιεί τη γυναίκα του Γεράσιμου, Μαριάννα. Η κατάσταση κώματος στην οποία βρίσκεται ο Γεράσιμος και η αναμονή οδηγούν τη Μαριάννα σε συνθήκες στοχασμού για όσα έζησε κι ακόμη περισσότερο για όσα δεν έζησε. Είναι μια γυναίκα που παντρεύτηκε με συνοικέσιο, έζησε συμβατικά και η μόνη φορά που ένιωσε ότι μπορεί να επαναστατήσει ήταν όταν συνάντησε τον Ιάσονα, τον οποίο ερωτεύεται πλατωνικά.
Γεράσιμος και Μαριάννα. Μαριάννα και Γεράσιμος. «Η ασυμμετρία της σχέσης τους συνεχίζεται με άλλον τρόπο∙ τους ελέγχει. Η σιωπή μένει. Διαβρώνει τα πάντα». (σελ 22) Μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη σιωπή στη σχέση ή όταν έρθει ο καιρός της έχει πια τελειώσει και η ουσία της σχέσης;
Περισσότερο από την αποκαρδιωτική σιωπή, αυτό που με τρομάζει είναι οι λέξεις που λέγονται και μοιάζουν άηχες, δεν έχουν δύναμη. Η συμβατική ευγένεια, η μαραμένη αβρότητα, η αποδοχή χωρίς τη δίψα της άρνησης. Η σιωπή, ορισμένες φορές, είναι και καταφύγιο. Μέσα της μπορείς να εσωκλείσεις και όμορφες στιγμές μπρος στο φόβο ότι αλλιώς θα τις χάσεις. Είναι σαν τις παλιές φωτογραφίες που όταν τις έβλεπε το φως αποχρωματίζονταν. Κρατάς κάτι για ‘σένα, όταν το εμείς έχει από καιρό έχει χάσει τον παλμό του. Επιστρέφεις σε μια ατομική απαρχή, αλλά με υλικά φτιαγμένα από δύο. Άρα, η σιωπή δεν είναι ποτέ ατομική. Περιέχει και τον άλλον.
«Η μικρή ζωή ενός φιλιού» (σελ 27). Πόσο σημαντική είναι η επαφή για τη ζωή; Χρειάζεται ο έρωτας την επαφή για να ζήσει;
Ο έρωτας είναι ένας σωματικός τύραννος από τον οποίο κανείς δεν θέλει να ξεφύγει. Είναι ένας δεσμός δέρματος με δέρμα. Νομίζω ότι η περίοδος της πανδημίας μάς δίδαξε ότι η απώλεια του σώματος προκαλεί και ψυχικές ατροφίες. Αποδεκατίζει τις αισθήσεις, αφαιρεί από τον άνθρωπο την ουσία της ανθρωπινότητάς του. Το δέρμα μας είναι το τελευταίο σύνορο που μας ενώνει και κάποιες φορές μας χωρίζει από τον κόσμο. Οι ιδέες, όσο ισχυρές κι αν είναι, που πολλές φορές είναι έντονες και σφοδρές, χρειάζονται πάντα ένα σώμα για να γονιμοποιηθούν. Ακόμη και οι ενδοξότεροι ιδεολόγοι χρειάστηκε να προβάλλουν τα στήθη τους στο πεδίο της μάχης για να επιβληθούν. Το σώμα είναι η κυρίαρχη γλώσσα μας.
Ο Γεράσιμος και η Μαριάννα «έχουν ξεχαστεί εδώ και χρόνια σε μια άλλη ηλικία που δεν την ορίζει ο χρόνος αλλά η παραίτηση από αυτόν» (σελ. 34). Μεγάλη αλήθεια αυτή. Τι ωθεί τους ανθρώπους στην παραίτηση;
Αυτό που τους κρατάει ζωντανούς: η συνήθεια. Ο άνθρωπος είναι ζώο της συνήθειας, του κατακτημένου μοτίβου, της σιγουριάς. Αυτά είναι που δίνουν υπόσταση στην ημέρα του, που ορίζουν την κανονικότητα του βίου του. Την ίδια στιγμή είναι και η κινούμενη άμμος που τον καταπίνει καθημερινά. Όταν παύεις να διεκδικείς το άπιαστο και να ονειρεύεσαι το ανονείρευτο, τότε έχεις αποδεχθεί αυτό που είσαι. Όμως το θέμα δεν είναι να κρατάς αυτό που είσαι, αλλά να αναζητάς αυτό που θα μπορούσες να γίνεις.
Συνέβαινε συχνά στον Γεράσιμο να σκέφτεται: «Να είχε την ευκαιρία να επανορθώσει κι ας ήξερε πως όσες φορές κι αν σου δοθεί μια τέτοια δυνατότητα σπάνια την εκμεταλλεύεσαι. Πάντα κάτι συμβαίνει και ξεχνιέσαι πάντα χάνεται στην πορεία απ’ αυτό που ήθελες να κάνεις» (σελ 45). Σημείο των καιρών ή των ανθρώπων, θεωρείς;
Δεν θέλω να είμαι απόλυτος. Προφανώς υπάρχουν και άνθρωποι που διόρθωσαν τα λάθη τους, που κατάφεραν να γυρίσουν το κέρμα κι από την άλλη πλευρά. Συμβαίνει, δεν πρέπει να το αποκλείσουμε. Από την άλλη, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως μέσα μας, σε κάθε άνθρωπο, υπάρχει μια σκληρή κόρα που δεν μουλιάζει εύκολα. Είναι αυτή που μας κάνει αμετακίνητους σε ιδέες και συμπεριφορές. Να το πούμε εγωισμό; Μπορεί να είναι κι αυτό. Ίσως και μια μορφή ψεύτικης υπερηφάνειας που δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πως ενδέχεται να έχουμε πράξει λάθος από πλάνη, από κακό υπολογισμό, ακόμη και από καθαρή βλακεία. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθεί κανείς τόσο πιο εύκολα θα πετάξει τα περιττά βάρη που γεννάει ο εαυτός του. Είμαστε γεμάτοι παραφυάδες που τις φτιάχνουμε μόνοι μας.
«Πόση κούραση για τόσο λίγη ζωή» (σελ 53). Πικρή η ώρα του απολογισμού για τη Μαριάννα. Τι έφταιξε και δεν τα κατάφερε; Το φταίξιμο είναι πάντα δικό μας, των άλλων ή η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση;
Υπάρχει η δική μου αλήθεια, η δική σου αλήθεια και η αλήθεια. Άντε τώρα να βρεις σε ποιο χωράφι πρωτοφύτρωσε το φταίξιμο. Οι σχέσεις πολλές φορές είναι μια κωμωδία παρεξηγήσεων. Ένα ανέμπνευστο μπουλβάρ. Συχνά πιστεύουμε πως μας έχουν τύχει τραγωδίες ή ότι ζούμε ένα δράμα. Αν εξαιρέσω τις ακραίες συμπεριφορές σε μια σχέση, αυτές που λέμε κακοποιητικές, και τις οποίες αρκετοί άνθρωποι υφίστανται καθημερινά, οι περισσότεροι από εμάς είμαστε αφρόψαρα που νομίζουμε ότι μας έριξαν στα βαθιά. Αλίμονο ούτε κανένας Οιδίποδας είμαστε ούτε καμία Οφηλία.
Ο Γεράσιμος «έγινε Ολυμπιακός επειδή αυτή ήταν η ομάδα του πατέρα του. Με τι κουράγιο να επέλεγε κάποια άλλη;». Ολόκληρη η πίεση της ελληνικής οικογένειας σε μια φράση. Έχουν γίνει βήματα, θεωρείς, προς την απελευθέρωση από τα δεσμά των οικογενειακών πρέπει;
Ελάχιστα. Η ελληνική κοινωνία είναι βαθύτατα συντηρητική και κρυπτική. Τα πάντα πρέπει να μένουν σε κλειστό κύκλο, να περιβάλλονται από τον υμένα της ένοχης σιωπής. Όχι, δεν πιστεύω πως έχουμε προχωρήσει αρκετά. Πάντα θα λέω πως η βαρβαρότητα ξεκινάει από το σπίτι. Εκεί μέσα στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος δομούνται οι ισχυρότεροι φασισμοί. Εκεί συμβαίνουν οι μεγαλύτερες ήττες. Η ελευθερία του ατόμου χάνει κατά κράτος.
Η Κλαίρη και ο Ιάσονας «είναι μάλλον, δυο δύσκολοι άνθρωποι που από φόβο μην και δεν ταίριαζαν ποτέ με κανέναν αποφάσισαν να ενώσουν τα κενά τους, μήπως και κάτι γινόταν, μήπως και κάτι καλό προέκυπτε από την ένωση» (σελ 77). Αποτυπώνεις με μεγάλη ακρίβεια προβλήματα των σύγχρονων σχέσεων σε κάθε ηλικία που πραγματεύεσαι. Υπάρχουν λύσεις;
Ακόμη κι αν υπάρχουν εγώ δεν τις έχω. Όταν βλέπεις τον γκρεμό κι όμως πέφτεις, αυτό πώς λέγεται; Αυτοχειρία ή παρανόηση; Προτιμώ το δεύτερο. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Μπέρνχαρντ «η ύπαρξη είναι μια παρανόηση». Ποτέ δεν θα μάθουμε τον άλλον επειδή φοβόμαστε πρώτα από όλα να μάθουμε τους εαυτούς μας. Η μεγαλύτερη επανάσταση στην οποία αξίζει να πάρουμε μέρος είναι αυτή της ανοιχτότητας προς κάθε κατεύθυνση. Το τίμημα, βέβαια, είναι μεγάλο, επομένως δεν περιμένω να μαζευτούμε πολλοί στην πλατεία για να ξεκινήσουμε την επανάσταση.
«Ξεχνάς πάντα όταν ζεις» (σελ 169). Ισχύει για όλους τους πόνους, πιστεύεις; Ή κάποιοι είναι καταδικασμένοι να ρίχνουν οι ίδιοι αλάτι στις πληγές;
Κανονικά σ’ αυτή την ερώτηση δεν θα έπρεπε να απαντήσω υπό το φόβο ότι θα ρίξω με τη σειρά μου περισσότερο αλάτι στις πληγές. Είμαι άνθρωπος που ζει περισσότερο στο παρελθόν. Δεν λέω πως είμαι κανένας ανήθικος τυμβωρύχος των πραγμάτων που πέρασαν, αλλά προτιμώ να τα ξαναβλέπω με άλλο μάτι, να συνομιλώ μαζί τους, να ανακαλύπτω κρυφές πτυχές, να βιώνω, έστω και εκ των υστέρων, και με κάποια σχετική ασφάλεια, ακόμη και οδυνηρές καταστάσεις που τότε δεν μπορούσα να το κάνω. Προφανώς αυτό πρέπει να είναι μια μορφή ψυχικής αναπηρίας, αλλά δεν είμαι και ειδικός για να την εξηγήσω περαιτέρω.
Τι σε ώθησε να «διακόψεις» για λίγο την αφήγηση και να προσθέσεις συμβάντα με τη μορφή ημερολογίου; (σελ. 159-198)
Θεώρησα πως ήρθε η στιγμή της κατολίσθησης. Η πλοκή μάζεψε όσα περισσότερα μπορούμε και ήρθε ο καιρός να πέφτουν πράγματα, να κατρακυλούν για να κινητοποιηθεί ακόμη περισσότερο το δράμα. Το πέρασμα εκείνων των ημερών σε μορφή ημερολογίου λειτουργεί σαν μια πορεία προς το αναπόφευκτο των ηρώων.
«Κάθε βιβλίο που γράφουμε έρχεται και μας βρίσκει την κατάλληλη στιγμή» διάβασα σε μια συνέντευξη σου. Γιατί τώρα αυτό το βιβλίο, λοιπόν; Ήταν συγγραφική ωριμότητα ή ψυχολογική;
Και τα δύο αναμφίβολα. Δεν νομίζω πως θα ήθελα να γράψω αυτό το βιβλίο πριν από δέκα χρόνια. Ενδέχεται να μην μπορούσα κιόλας. Σίγουρα δεν θα ήθελα να το γράψω σε δέκα χρόνια από τώρα. Δεν θα είχε νόημα. Ίσως έχει να κάνει και με την ηλικία μου. Όταν φτάνεις στα 50 κάνεις ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα μέσα σου. Ανακατεύεις πράγματα, τα επανατοποθετείς, τους δίνεις άλλη βαρύτητα και ουσία. Σε εμένα τουλάχιστον συνέβη. Ήταν ένα ορόσημο περισσότερο ψυχολογικό και συναισθηματικό και λιγότερο ηλικιακό.
Το βασικό ερώτημα που θέτει ο Μπλε ήλιος είναι: «Ποιος ξέρει τι θα πει αγάπη;». Απαντήσεις μας δίνει ο χρόνος ή οι άνθρωποι της ζωή μας;
Θεωρητικά απαντήσεις μας δίνει η ζωή, αλλά πόσες να έχει κι αυτή εύκαιρες; Δεν ξέρω ειλικρινά πού πάει η αγάπη όταν χάνεται ή τι σημαίνει αγάπη. Θέλω να πιστεύω πως όλα εδώ τριγύρω μένουν. Αν είναι αληθινή η αγάπη κάτι μένει μέσα σας, έστω και κάτι μικρό. Δεν θα ήθελα να είμαι ένας αναγάπητος σοφός για να έχω όλες τις απαντήσεις. Προτιμώ να είμαι ένας κοινός θνητός που αγάπησε και του έμειναν όλες οι ερωτήσεις ανοιχτές.
Είσαι λάτρης του μαγικού ρεαλισμού στη γραφή. Κρατάς τη φιλοσοφία στο επόμενο βιβλίο ή να περιμένουμε κάτι διαφορετικό;
Ναι, δεν το κρύβω πως μου αρέσει ο μαγικός ρεαλισμός ή ο πειραγμένος ρεαλισμός όπως μου αρέσει να λέω. Βέβαια, ο Μπλε Ήλιος είναι ένα απόλυτα ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Δεν έχω πειράξει τίποτα. Δεν θα μπορούσε να γραφτεί διαφορετικά. Τουλάχιστον, έτσι αποφάσισα τότε που τον έγραψα. Όσο για το επόμενο, όχι, δεν είναι ένας δεύτερος Μπλε Ήλιος. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό σε ύφος και στιλ. Λεπτομέρειες επ’ αυτού όταν το βιβλίο θα βρίσκεται στο δρόμο της έκδοσης.
*φωτογραφία συγγραφέα Ελένη Μεσάδου