Το δυνατό δικαστικό δράμα του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Jeffrey Archer,που ξεσήκωσε με την πλοκή του το θεατρικό Λονδίνο, και αγαπήθηκε από το αθηναϊκό κοινό την προηγούμενη σεζόν, θα παρουσιαστεί στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου και στο Δημοτικό Κινηματοθέατρο Καρδίτσας την Τρίτη 3 Δεκεμβρίου για δυο παραστάσεις στις 6μμ και 9μμ.
Το tinealarissa και ο αρχισυντάκτης Αλέξανδρος Χατζηπλής συνομίλησαν με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Γιώργο Φρατζεσκάκη, σε μία όμορφη συνέντευξη σχετικά με την ιδιαίτερη αυτή παράσταση που έρχεται στη Λάρισα κι έχει πρωταγωνιστή… το κοινό, το οποίο συμμετέχει ενεργά, αποφασίζει, βγάζοντας την τελική απόφαση.
Α.Χ. Κύριε Φρατζεσκάκη, έρχεστε στη Λάρισα με την παράσταση “Αθώος ή Ένοχος”. Ποιες είναι οι κεντρικές θεματικές που εξετάζονται μέσα από την ιστορία;
Γ.Φ. Ο κόσμος και οι θεατές θα δουν ένα έργο που έχει σπάσει ταμεία στην Αγγλία και νομίζω ότι σπάει ταμεία και εδώ στην Αθήνα. Γι’ αυτό έχουμε μεγάλη χαρά που ερχόμαστε στη Λάρισα να το παρουσιάσουμε. Είναι ένα δικαστικό έργο που έχει γράψει ο Jeffrey Archer και που μιλάει για έναν γιατρό που κατηγορείται ότι δολοφόνησε τη γυναίκα του με αμπούλες χλωριούχου καλλίου. Περνούν από τη δίκη που γίνεται μάρτυρες οι οποίοι άλλοι τον κατηγορούν, άλλοι τον υπερασπίζονται αλλά βασική μάρτυρας είναι μία γιατρός η οποία ισχυρίζεται ότι είχε σχέσεις μαζί του και πιστεύει ότι ήξερε ότι εκείνος δολοφόνησε τη γυναίκα του. Συνήγορός του είναι ο καλύτερος του φίλος. Ο δικηγόρος, ο οποίος τον υπερασπίζεται. Διεξάγεται η δίκη με πάρα πολύ ενδιαφέρον, αμείωτο ενδιαφέρον των θεατών, διότι συλλέγουν όλα τα στοιχεία ώστε να μπορούν στο τέλος να γίνουν οι ένορκοι, από την αρχή δηλαδή ορίζονται ένορκοι του δικαστήριου από την πρόεδρο που την υποδίδεται η Νόνη Ιωαννίδου και να βγάλουν την ετυμηγορία τους. Εκεί λοιπόν, το ενδιαφέρον είναι το ότι το κοινό ψηφίζει πια αν είναι αθώος ή ένοχος και εμείς, ανάλογα με την απόφασή του, παίζουμε την τελική σκηνή του έργου που… δεν θέλω να αποκαλύψω πολύ περισσότερο.
Α.Χ. Σκηνοθετικά, ποια στοιχεία θεωρείτε ότι είναι κρίσιμα για τη συγκεκριμένη παράσταση; Υπάρχουν ιδιαίτερες τεχνικές που χρησιμοποιήσατε ή κάποια ιδιαίτερη σκηνογραφία που τη διαφοροποιεί από άλλες δουλειές σας;
Γ.Φ. Έχει ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον το έργο, διότι δεν ήταν ένα έργο που είχε από την αρχή το πώς στήνεις μία παράσταση. Το ενδιαφέρον είναι ότι επειδή έρχεται κάθε μάρτυρας και καταθέτει, κεντρίζεται κάθε φορά που βγαίνει ένας μάρτυρας. Δηλαδή είναι μια καινούργια εμπειρία για την παράσταση και εμείς υποστηρίξαμε οι ηθοποιοί αυτό που εγώ ήθελα να δώσω σαν γραμμή, ότι κάθε μάρτυρας υπερασπίζεται την αλήθεια του. Την αλήθεια του ρόλου. Τώρα το τι θα γίνει, τι γίνεται στο τέλος, το κοινό θα το αποφασίσει αν θα βγει αθώος ή ένοχος. Εγώ υποστηρίζω τον πελάτη μου. Ο πελάτης μου ισχυρίζεται ότι είναι αθώος. Η γιατρός ισχυρίζεται ότι δεν είναι αθώος και ότι είχανε σχέση. Αλλά έχει πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό, να ψάξεις μέσα από βλέμματα, λόγια, κουβέντες, εντάσεις, να ψάξει ο θεατής να δει πραγματικά, να αποφασίσει σωστά. Ξέρετε, σκεφτόμουν πολλές φορές πόσο δύσκολο είναι να είσαι ένορκος τελικά σε μια υπόθεση. Εμένα δεν μου έχει τύχει ποτέ. Αλλά έχει τύχει σε ένα συνάδελφο, ο οποίος έχει πάει 8 φορές και το συζητούσαμε και λέω δεν γίνεται, εδώ σε μια παράσταση δεν ξέρεις. Δηλαδή τελειώνει η παράσταση και οι θεατές ψάχνονται ακόμα να δουν τι θα αποφασίσουν.
Α.Χ. Η παράσταση δίνει την αίσθηση ότι το κοινό γίνεται ενεργό μέρος της διαδικασίας της δίκης. Πώς αποφασίσατε να ενσωματώσετε αυτήν τη διάδραση με το κοινό και ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίσατε στο σκηνοθετικό κομμάτι;
Γ.Φ. Δεν παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα να με δυσκολέψει με όλο αυτό. Από την αρχή ορίζονται ένορκοι από την πρόεδρο του δικαστηρίου και ξέρουν ότι πρέπει να μαζέψουν όλα τα στοιχεία, να συλλέξουν όλα τα στοιχεία και τις καταθέσεις, για να μπορέσουν να βγάλουν την ετυμηγορία για τους. Ίσα – ίσα που πηγαίνει πάρα πολύ βατά όλη η εξέλιξη της δίκης.
Α.Χ. Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς για να αποδώσουν την ένταση και την αμφιβολία που χαρακτηρίζει τη δικαστική διαδικασία στο έργο; Υπήρξε κάποια ιδιαίτερη πρόκληση στην καθοδήγησή τους;
Γ.Φ. Η πρόκληση υπήρχε στο ότι ο ηθοποιός έλεγε “Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνω, εδώ λέω ψέματα, γιατί ξέρει το έργο και την υπόθεση”. Ακόμη και στα δικαστήρια που λέγονται χιλιάδες ψέματα (γέλια). Και μιλώ για τους μάρτυρες, αυτά που υποστηρίζουν οι μάρτυρες. Εγώ κάνω έναν δικηγόρο που έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είναι πολύ δυναμικός. Έχει βάλει στόχο να υπερασπιστεί μέχρι τέλους τον πελάτη του. Αφού τελειώνει η παράσταση και έρχεται ο κόσμος και με ρωτά “Μπορείτε να μας αναλάβετε;”. Λέω, παιδιά, δεν έχω ιδέα (γέλια).
Α.Χ. Εκτός από τον ρόλο του σκηνοθέτη, έχετε διττό ρόλο, και αυτόν του ηθοποιού. Πόσο δύσκολο είναι να τα συνδυάζετε; Ή σας βγαίνει πιο εύκολα από την άποψη ότι πριν παίξετε στο έργο, από τη στιγμή που το σκηνοθετείτε το έχετε στο μυαλό σας στο ακέραιο;
Γ.Φ. Στην αρχή, τα πρώτα χρόνια που άρχισα να σκηνοθετώ και σε κάποιες παραστάσεις έπαιζα, δεν μπορούσα να το συνδυάσω, μου ήταν δύσκολο. Δηλαδή, αισθανόμουν ότι δεν ήμουν καλός ηθοποιός. Βέβαια, αυτό έγινε μια-δύο φορές και μετά το άφησα. Δηλαδή, μόνο σκηνοθετούσα. Και έλεγα αν παίζω σε άλλο θίασο, ας πούμε να με σκηνοθετεί, άλλος σκηνοθέτης. Τώρα όμως με τον καιρό, μάλλον εκπαιδεύεσαι και το μαθαίνεις. Δηλαδή, αν δεις πρώτα την ατμόσφαιρα και το κλίμα της παράστασης, γιατί αυτό το πιο σημαντικό, δεν είναι το να βρω εγώ καλός. Εμένα με ενδιαφέρει η παράσταση να βγει καλή. Ξεκινάω απ’ αυτό. Αν βρω, λοιπόν, ακριβώς το κλίμα της ατμόσφαιρας, όλης της παράστασης και του ανεβάσματος, από εκεί και πέρα θα προσπαθώ να ενταχτώ σαν ηθοποιός. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως φτάνω τελευταίος στην πρόβα. Γιατί ασχολούμαι με τους άλλους και δεν ασχολούμαι καθόλου με τον εαυτό μου. Και φτάνω τελευταίος, δηλαδή, ενώ θέλω να δίνω το παράδειγμα και εντάξει, μαθαίνω λόγια όλα αυτά, αλλά τώρα μιλώ προσωπικά και δεν μου αρέσουν αυτά, αλλά καθυστερείς γιατί δίνεις όλη τη φροντίδα στους υπόλοιπους. Μέχρι στιγμής, δόξα τω Θεώ, καλά έχουμε πάει.
Α.Χ. Για όσους δεν γνωρίζουν, να πούμε πως ο Γιώργος Φρατζεσκάκης είναι η φωνή του “Μελένιου” από τα Στρουμφάκια. Επειδή ανήκω στη γενιά που μεγαλώσαμε με αυτά τα παιδικά, έχετε να μοιραστείτε κάτι μαζί μας όσον αφορά αυτή τη δουλειά σας που ήταν και από τις πρώτες στην καριέρα σας;
Γ.Φ. Ήταν μια πιο ρομαντική εκείνη η εποχή. Ήταν μια παραγωγή της ΕΡΤ, είχαμε ένα πάρα πολύ καλό κλίμα και λειτουργούσαμε σαν θίασος. Τώρα στις μεταγλωττίσεις, γράφει ξεχωριστά στο στούντιο ο ηθοποιός τις ατάκες, εμείς βρισκόμασταν ως θίασος που γράφαμε μια φορά κάθε εβδομάδα και γράφαμε ένα επεισόδιο. Ήταν ένας θίασος ηθοποιών εξαιρετικών (εξιστόρηση ονομάτων). Συναντιόμασταν στις 12 το μεσημέρι, τελειώναμε αργά το βράδυ, αλλά είχαμε μεγάλη αγάπη και προσήλωση γι’ αυτό. Γι’ αυτό και τα πρώτα Στρουμφάκια χαράχθηκαν πολύ στη μνήμη. Προσπάθησαν μετά να αλλάξουν κάποια, αλλά γινόταν πραγματικά μια πολύ σοβαρή δουλειά στη μεταγλώττιση.
Α.Χ. Τι πιστεύετε ότι είναι το πιο δύσκολο για έναν σκηνοθέτη σήμερα στην ελληνική σκηνή; Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζετε ως δημιουργός στη σημερινή θεατρική πραγματικότητα;
Γ.Φ. Αυτό που ενδιαφέρει έναν σκηνοθέτη είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Να βρει ένα καλό έργο. Ένα έργο που θέλει να πει κάτι και στη συνέχεια να βρει έναν καλό θίασο και να το αποδώσει. Να κάνει έναν πολύ καλό θίασο, δεν είναι θέμα επώνυμων ή άγνωστων ηθοποιών. Είναι να βρει τον κατάλληλο ηθοποιό που θα τον “κουμπώσει” στον ρόλο. Όταν έχεις ένα πολύ καλό έργο, όταν βρεις έναν πολύ καλό θίασο με πολύ καλούς ηθοποιούς και ξέρεις τι ακριβώς θέλεις να κάνεις, νομίζω ότι βαδίζεις σε σωστό δρόμο. Από την άλλη, οι προκλήσεις, οι πειραματισμοί, έχουν ένα ενδιαφέρον κάποια, αλλά πρέπει να γίνεται εκ των έσω, πρέπει να ξέρεις να το πειράξεις, όχι να το πειράξεις επειδή είναι στη μόδα. Είναι τι ρούχο ταιριάζει σε έναν άνθρωπο. Ναι, είναι στη μόδα, αλλά μπορεί να μη σου πάει. Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα κοινό που διψά για θέατρο, οι νέοι πάνε πάρα πολύ στο θέατρο και το κοινό αυτό έχουμε ευθύνη να το κρατήσουμε στο θέατρο. Γιατί παραστάσεις που μπορεί να μην είναι καλές, μπορούν να διώξουν ένα θέατρο και να πάει καιρό να δει θέατρο μετά. Εγώ βλέπω από τον εαυτό μου, αν πάω σινεμά και δω μια καλή ταινία θέλω να ξαναπάω, αν πάλι δω μια ταινία που δε μ’ αρέσει, λέω ας μην πάμε τώρα πάλι. Οι καλές παραστάσεις φέρνουν κόσμο στο θέατρο. Θέλει βέβαια να τις “μυρίζει” και κανείς. Νομίζω ότι ο θεατρόφιλος θεατής τις “μυρίζει” τις παραστάσεις, αν είναι ωραίες ή όχι.
Α.Χ. Στο μέλλον, ποια έργα ή θέματα θα σας ενδιέφεραν να εξετάσετε σκηνοθετικά; Υπάρχουν κάποιες καλλιτεχνικές επιθυμίες που θέλετε να εκπληρώσετε;
Γ.Φ. Πέσατε στην κατάλληλη περίπτωση, γιατί αυτή την εποχή η αγωνία μου είναι να βρω 1-2-3 έργα. Στο θέατρο ELIART που είμαστε στην Αθήνα κοιτάμε να κάνουμε 1-2 έργα και καλοκαίρι που κοιτάμε να κάνουμε κάποιες παραστάσεις, όπως αυτή που κάναμε το καλοκαίρι “Όμορφη πόλη μαγική” με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Είμαι στην αγωνία αυτή την εποχή του να βρω κάποια έργα, είναι η δύσκολη στιγμή που πρέπει να το βρεις και μετά να πεις “Είναι το σωστό αυτό που επιλέγω;”. Αυτό είναι το μέλλον, θολό (γέλια).
Α.Χ. Στη Λάρισα έρχεστε μόνο για δύο παραστάσεις, αλλά η πόλη είναι γνωστή για το θεατρικό της κοινό. Έχετε κάποια ιδιαίτερη σχέση με το κοινό της πόλης ή κάποιο μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε στους θεατές σας στη Λάρισα;
Γ.Φ. Στη Λάρισα είχαμε έρθει πριν από λίγες ημέρες που παίξαμε την “Επιστροφή στο φόνο” της Αγκάθα Κρίστι. Ήμασταν γεμάτοι και αισιοδοξούμε ότι θα είμαστε και τώρα. Δεν κάνουμε μεγάλη περιοδεία, δεν πηγαίνουμε σε όλη την Ελλάδα. Πηγαίνουμε σε πόλεις που αγαπάνε το θέατρο κι έχουν μια κουλτούρα, μια αγάπη γι’ αυτό και το στηρίζουνε. Έχουμε έρθει στη Λάρισα και στο ΔΗΠΕΘΕ με το “Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας”, έχω έρθει σε παραστάσεις για παιδιά. Είναι μια πόλη που αγαπώ και χαίρομαι που ο κόσμος γεμίζει τα θέατρα.
**Αν κρίνουμε από την προηγούμενη παράσταση που ήρθε στη Λάρισα πριν περίπου ένα μήνα, οι θεατές έχουν να δουν και αυτή τη φορά κάτι όμορφο και ποιοτικό για να περάσουν το απόγευμα ή το βράδυ – αναλόγως την παράσταση που θα επιλέξουν- της Δευτέρας στη Δημοτική Πινακοθήκη. Αν κρίνουμε και από την πολύ όμορφη συζήτηση που είχαμε με τον Γιώργο Φρατζεσκάκη, σίγουρα οι θεατές δεν θα χάσουν, καθότι θα έχουν “απέναντί τους” τόσο καλούς ηθοποιούς, όσο πρωτίστως, ανθρώπους.