Μια ομάδα Βουλγάρων παρακολουθούσε μια αμερικανική στρατιωτική βάση στη Γερμανία όπου εκπαιδεύονταν Ουκρανοί στρατιώτες και αυτή ήταν μία από τις έξι επιχειρήσεις που ανέλαβαν στο πλαίσιο της κατασκοπευτικής δράσης τους για λογαριασμό της Ρωσίας, σύμφωνα με τις βρετανικές εισαγγελικές αρχές.
Οι Κατρίν Ιβάνοβα, 33 ετών, Βάνια Γκαμπέροβα, 30 ετών και Τιχομίρ Ιβάντσεφ, 39 ετών, κατηγορούνται ως μέλη ενός κατασκοπευτικού δικτύου, επικεφαλής του οποίου ήταν ένας Ρώσος πράκτορας ονόματι Γιαν Μάρσαλεκ, αυστριακής καταγωγής. Η ομάδα συνέλεγε πληροφορίες για άτομα και τοποθεσίες στη Βρετανία και άλλες χώρες.
Η εισαγγελέας Άλισον Μόργκαν είπε στο δικαστήριο ότι οι τρεις κατηγορούμενοι έθεσαν σε κίνδυνο πολλές ζωές. Οι ίδιοι αρνούνται τις κατηγορίες.
Η Μόργκαν είπε στου ενόρκους, κατά την έναρξη της δίκης σήμερα, ότι δύο άλλοι άνδρες, οι Ορλίν Ρούσεφ και Μπιζέρ Ντζαμπάζοφ, παραδέχτηκαν ότι συμμετείχαν στη συνωμοσία. Τα μέλη της ομάδας χρησιμοποιούσαν πλαστές ταυτότητες, διέθεταν συστήματα προηγμένης τεχνολογίας και συνέτασσαν λεπτομερείς εκθέσεις, λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα σημαντικά χρηματικά ποσά. Δρούσαν υπό τις εντολές του Ρούσεφ, ο οποίος με τη σειρά του λάμβανε οδηγίες από τον Μάρσαλεκ, που χρησιμοποιούσε το όνομα Ρούπερτ Τιτς. Ο Μάρσαλεκ είναι ο πρώην διευθυντής επιχειρήσεων της πτωχευμένης πλέον εταιρείας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Wirecard και είναι άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα.
Η Ιβάνοβα, η Γκαμπέροβα και ο Ιβάντσεφ αρνούνται ότι από τον Αύγουστο του 2020 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023 συνέλεγαν πληροφορίες που θα ήταν χρήσιμες σε έναν εχθρό. Η Ιβάνοβα αρνείται επίσης ότι είχε στην κατοχή της πλαστά έγγραφα ταυτότητας. Η δίκη τους αναμένεται ότι θα διαρκέσει μέχρι τον Φεβρουάριο.
Η Μόργκαν υποστήριξε ότι η ομάδα ενεπλάκη σε έξι σημαντικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποία και μία που αφορούσε την παρακολούθηση, στα τέλη του 2022, του στρατοπέδου Πατς στη Γερμανία. Πρόκειται για μια αμερικανική βάση κοντά στη Στουτγκάρδη όπου εκπαιδεύονταν Ουκρανοί στρατιώτες στη χρήση πυραύλων εδάφους-αέρος.
Μια άλλη επιχείρηση ήταν εκείνη της παρακολούθησης του Κρίστο Γκρόζεφ, Βούλγαρου πολίτη που εργαζόταν για τον ερευνητικό ιστότοπο Bellingcat. Ο Γκρόζεφ ήταν ο επικεφαλής της έρευνας για τη δηλητηρίαση, το 2018, του Ρώσου πρώην διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ, στο Σάλσμπουρι της Αγγλίας.
Οι Ρούσεφ και Μάρσαλεκ αντάλλαξαν μηνύματα το 2021 για τον Γκρόζεφ, όπου συζητούσαν αν θα τον θέσουν υπό παρακολούθηση ή αν θα κλέψουν τον υπολογιστή του και θα τον μεταφέρουν σε μια ρωσική πρεσβεία. «Συζητούσαν ακόμη και την απαγωγή του και τη μεταφορά του στη Ρωσία ή τη δολοφονία του», είπε η εισαγγελέας.
Η ομάδα έβαλε στο στόχαστρο και τον Ρόμαν Ντομπροχότοφ, έναν Ρώσο που ζει στη Βρετανία και είναι αρχισυντάκτης του The Insider. Επίσης, στόχοι τους ήταν ο Μπεργκέι Ρισκαλίγεφ, ένας Καζάκος πρώην πολιτικός που του χορηγήθηκε άσυλο στη Βρετανία και ο Ρώσος αντιφορών Κίριλ Κάτσουρ.
Η έκτη επιχείρηση αφορούσε την οργάνωση μιας διαδήλωσης έξω από την πρεσβεία του Καζακστάν στο Λονδίνο, για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι διέθεταν πληροφορίες για τους υπεύθυνους, τις οποίες θα έδιναν στις μυστικές υπηρεσίες του Καζακστάν για να αποκτήσουν την εύνοια της χώρας, για λογαριασμό της Ρωσίας, είπε η Μόργκαν.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα, η δράση της ομάδας ήταν πολύ ριψοκίνδυνη για τα ίδια τα μέλη της, αφού ακολουθούσαν τους στόχους τους ακόμη και σε πτήσεις με αεροπλάνα ή εξέταζαν το ενδεχόμενο οι δύο γυναίκες να χρησιμοποιηθούν ως «σεξουαλικό δόλωμα» για να συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες.
Η εισαγγελέας είπε ότι οι κατηγορούμενοι μπορεί να ισχυριστούν ότι «αγνοούσαν τι συνέβαινε» ή ότι τους είχαν παραπλανήσει για το τι έκαναν και γιατί. «Είναι αδιανόητο να μην γνώριζαν τι έκαναν και για ποιον λόγο», τόνισε.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ