Εν μέσω αβεβαιότητας για τις μελλοντικές δημοσιονομικές, οικονομικές και γεωπολιτικές πολιτικές της Γερμανίας, ανοίγει ο δρόμος για πρόωρες κάλπες τον Φεβρουάριο, νωρίτερα απ’ ό,τι είχε προγραμματίσει ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς.
Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Σολτς συμφώνησαν με την Αντιπολίτευση να διεξαχθούν οι εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, επτά μήνες νωρίτερα απ΄ό,τι προγραμμάτιζε αρχικά, σε μία προσπάθεια να αποφευχθεί μία μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στο SPD και τους συντηρητικούς (CDU/CSU) του Φρίντριχ Μερτς, όπως ανέφεραν κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο Politico.
Ο Σολτς θα πρέπει αρχικά να ζητήσει (και να χάσει) ψήφο εμπιστοσύνης στο κοινοβούλιο, ένα αποτέλεσμα που είναι σχεδόν βέβαιο. Αυτό αναμένεται να διεξαχθεί στις 16 Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος της Γερμανίας θα έχει τη δυνατότητα να διαλύσει το κοινοβούλιο εντός 21 ημερών για να ακολουθήσουν πρόωρες εκλογές μέσα σε άλλες 60 ημέρες.
Προειδοποίηση Λίντνερ στις ΗΠΑ: Θα υπάρξουν αντίποινα εάν ξεκινήσουν εμπορικό πόλεμο
Αφού απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών του Κρίστιαν Λίντνερ, ο καγκελάριος είπε ότι σκόπευε να συνεχίσει να κυβερνά με μια κυβέρνηση μειοψηφίας μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, οπότε θα διενεργούσε ψήφο εμπιστοσύνης που θα οδηγούσε σε νέες εκλογές μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Αλλά αφού πρότεινε αυτό το χρονοδιάγραμμα, οι πολιτικοί του αντίπαλοι ζήτησαν να επιταχύνει δραστικά το χρονικό περίγραμμα.
Διαβάστε ακόμα – Ακυβέρνητο καράβι η Ευρώπη; Πίεση για πρόωρες κάλπες στη Γερμανία, εύθραυστη ισορροπία στη Γαλλία
Ο Φρίντριχ Μερτς, ο επικεφαλής της χριστιανικής ένωσης CDU/CSU και πιθανόν ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, κάλεσε τον Σολτς να διασφαλίσει ότι θα διεξαχθούν εκλογές προτού ο Τραμπ αναλάβει τα καθήκοντά του στις ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου, υποστηρίζοντας ότι το επείγον της σημερινής πολιτικής συγκυρίας απαιτεί βιασύνη. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε μια κυβέρνηση χωρίς πλειοψηφία στη Γερμανία για αρκετούς μήνες, είπε χαρακτηριστικά στο Politico.
Και για τους δύο ηγέτες υπάρχουν ευνόητοι πολιτικοί λόγοι. Για το CDU, μια γρήγορη εκλογή θα του επέτρεπε να αξιοποιήσει τη σχετικά ισχυρή τρέχουσα υποστήριξή του, δίδοντας στους αντιπάλους του λιγότερο χρόνο για να «ξαναχτίσουν» τη βάση τους. Ο Σολτς, εν τω μεταξύ, χρειαζόταν χρόνο για να βελτιώσει τις πιθανότητες του κόμματός του για νίκη αλλά και για να περάσει νομοθεσία για τη διατήρηση και την ενίσχυση των κοινωνικών παροχών.
Σε δημοσιονομικές περιπέτειες η Γερμανία – Στα σκαριά αίτημα τριετούς παράτασης για να πετύχει τους στόχους
Η κατάρρευση του συνασπισμού έλαβε χώρες μετά από μήνες σύγκρουσης μεταξύ των τριών πρώην κυβερνητικών εταίρων για τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές, τις οποίες ο Σολτς και ο Λίντνερ επικαλέστηκαν ως βασικούς παράγοντες πίσω από την κατάρρευση. Ακόμη παραμένει ασαφές πότε και πώς θα οριστικοποιηθεί ο προϋπολογισμός του 2025.
Η τρομερή γραφειοκρατία της Γερμανίας – που δεν είναι γνωστή για τις γρήγορες απαντήσεις της – μπορεί να παραμείνει εμπόδιο. Ο αρχηγός του ομοσπονδιακού οργάνου που επιβλέπει τις εκλογές φέρεται να προειδοποίησε σε επιστολή του στον Σολτς ότι οι εκλογές τους πρώτους δύο μήνες του 2025 θα οδηγούσαν σε «ανυπολόγιστους κινδύνους». Τα πρακτικά εμπόδια, σύμφωνα με τον αξιωματούχο, περιελάμβαναν την προμήθεια αρκετού χαρτιού και επαρκών υπηρεσιών εκτύπωσης.
Ποιος θα κερδίσει;
Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Μερτς και το συντηρητικό «αδελφό» βαυαρικό τους κόμμα, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), προηγούνται επί του παρόντος στις δημοσκοπήσεις με μεγάλη διαφορά, με ποσοστό 32% και πιθανότατα θα ηγηθούν οποιασδήποτε μελλοντικής κυβέρνησης συνασπισμού. Το SPD του Σολτς από την άλλη πλευρά, βρίσκεται τρίτο με ποσοστό 16%, ακριβώς πίσω από το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία).
Επίσης, έρευνα της Forsa για το RTL/ntv έδειξε ότι εάν οι Γερμανοί μπορούσαν να επιλέξουν απευθείας τον καγκελάριο τους, το 32% θα επέλεγε τον Μερτς και το 20% θα ψήφιζε τον Ρόμπερτ Χάμπεκ των Πρασίνων, τον σημερινό Αντικαγκελάριο. Μόνο το 16% θα επέλεγε Σολτς.
Επειδή το CDU έχει ορκιστεί να μην σχηματίσει ομοσπονδιακό συνασπισμό με το AfD, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα σχηματίσει συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς (οι οποίοι ωστόσο, μέχρι τότε, μπορεί κάλλιστα να έχουν νέο ηγέτη). Με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις και τον πολιτικό κατακερματισμό της χώρας, οι συντηρητικοί και το SPD μπορεί να χρειαστούν ένα τρίτο κόμμα με το οποίο θα κυβερνήσουν.
Διαβάστε ακόμα: Σε δημοσιονομικές περιπέτειες η Γερμανία – Στα σκαριά αίτημα τριετούς παράτασης για να πετύχει τους στόχους
Οι δύο κύριοι υποψήφιοι είναι γνωστοί ύποπτοι που δεν θα ταίριαζαν πολύ. Οι Πράσινοι – που επί του παρόντος συγκεντρώνουν ποσοστό 10% – έχουν γίνει αγαπημένος στόχος των συντηρητικών για τις πολιτικές τους για τη μετανάστευση και το κλίμα. Το κόμμα των Ελευθέρων Δημοκρατών του Κρίστιαν Λίντνερ, το (FDP) θα ταίριαζε καλύτερα για τους συντηρητικούς, αλλά όχι τόσο για το SPD, για προφανείς λόγους. Εξάλλου, το FDP συγκεντρώνει τώρα ένα ποσοστό κοντά στο 4% στις δημοσκοπήσεις – κάτω από το όριο του 5% που απαιτείται για να μπει στο κοινοβούλιο – επομένως μπορεί να μην αποτελούν επιλογή ούτως ή άλλως.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο επόμενος συνασπισμός μπορεί να είναι εξίσου διστακτικός με τον προηγούμενο.
Ο χρόνος μετρά αντίστροφα
Καθώς οι ηγέτες της Γερμανίας διαπληκτίζονται για το πότε θα διεξαχθεί ψήφος εμπιστοσύνης, η Ουκρανία αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς εισέρχεται στους κρίσιμους χειμερινούς μήνες του πολέμου, ενώ τα πιο ισχυρά κράτη της ΕΕ – η Γερμανία και η Γαλλία – φαίνονται ολοένα και πιο απομονωμένα εν μέσω πολιτικής και δημοσιονομικής κρίσης. Σε συνδυασμό με την επικείμενη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος όχι μόνο απείλησε να περικόψει τη βοήθεια των ΗΠΑ στην Ουκρανία, αλλά ενθάρρυνε ακόμη και τη Μόσχα να «κάνει ό,τι θέλει» στα μέλη του ΝΑΤΟ που δεν πληρούν τους στόχους αμυντικών δαπανών της συμμαχίας, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σοβαρή.
Δεδομένων αυτών των συνθηκών, το Βερολίνο – που προσφέρει τη δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία μετά τις ΗΠΑ – θα ήταν φυσικά εκείνο που θα μπορούσε να συσπειρώσει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να στείλει σαφή μηνύματα υποστήριξης στην Ουκρανία και να ενισχύσει την ευρωπαϊκή άμυνα. Αντ΄αυτού όμως, η Γερμανία καταναλώνεται σε εσωτερικά προβλήματα και αδιέξοδα και έχει παραλύσει από την αδυναμία της ακόμη και να εγκρίνει τον προϋπολογισμό για το 2025.
Την ίδια στιγμή, η οικονομία της χώρας συρρικνώνεται ενόσω ο Τραμπ αναλαμβάνει τα καθήκοντά του, έχοντας δεσμευθεί να αυξήσει τους δασμούς – συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών αυτοκινήτων. Η μεγάλη αδυναμία της γερμανικής οικονομίας είναι ο μεταποιητικός τομέας της, ο οποίος επιβαρύνεται από την χαμηλή εξωτερική ζήτηση, το υψηλό κόστος δανεισμού και μια σειρά από διαρθρωτικά ζητήματα στο εσωτερικό.
Σε λίγους μήνες, τα πράγματα μπορεί να φαίνονται πολύ διαφορετικά στη Γερμανία. Ο Μερτς, ο πιθανός επόμενος καγκελάριος, είναι πολύ πιο επιθετικός όσον αφορά τη βοήθεια για την Ουκρανία και λέει ότι έχει μια συνταγή ελεύθερης αγοράς για να βγάλει τη γερμανική οικονομία από το τέλμα της. Ταυτόχρονα, έχει μετακινήσει τους συντηρητικούς της Γερμανίας πολύ πιο δεξιά σε σύγκριση με τα χρόνια της Άνγκελα Μέρκελ και έχει εκφράσει την επιθυμία να κλείσει συμφωνίες με τον Τραμπ.
Αλλά πιθανότατα θα χρειαστούν αρκετοί μήνες για να διεξαχθούν εκλογές και για να σχηματιστεί ένας συνασπισμός μετά το αποτέλεσμα της κάλπης. Δεδομένων των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν η Γερμανία και η Ευρώπη, θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός για να σχηματιστεί η επόμενη γερμανική κυβέρνηση και τα μεγάλα προβλήματα της Ευρώπης δεν περιμένουν.
Οι διαπραγματεύσεις συνασπισμού στη Γερμανία συνήθως διαρκούν αρκετούς μήνες, πράγμα που σημαίνει ότι η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να μην έχει συσταθεί πριν από τον Απρίλιο το νωρίτερο.
Τα λόμπι της γερμανικής βιομηχανίας απευθύνουν εκκλήσεις για ταχεία εκλογή, υποστηρίζοντας ότι η χώρα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα δεδομένης της τρέχουσας γεωπολιτικής αναταραχής.
«Αγκάθι» το φρένο χρέος
Σίγουρα, η πολιτική αβεβαιότητα σημαίνει μεγαλύτερη βραχυπρόθεσμη δυσπραγία για τη βιομηχανία και επιδείνωση του οικονομικού και επενδυτικού κλίματος. Το επενδυτικό κλίμα στη Γερμανία επιδεινώθηκε απροσδόκητα το Νοέμβριο, με το δείκτη προσδοκιών του ινστιτούτου ZEW να υποχωρεί στο 7,4 από 13,1 τον προηγούμενο μήνα. Οι οικονομολόγοι περίμεναν αύξηση στο 13,2.
Οι συντηρητικοί, που αναμένεται να ηγηθούν της επόμενης κυβέρνησης, μπορεί να περιορίσουν το βαθμό που οι δαπάνες θα μπορούσαν να αυξηθούν. Ο Μερτς θέλει να διατηρήσει το φρένο του χρέους και για να συζητήσει για πιθανή μεταρρύθμιση θέλει να δει τις κατάλληλες συνθήκες για επενδύσεις σε προγράμματα υπέρ της ανάπτυξης, αλλά και να έχει τον έλεγχο των κοινωνικών δαπανών. Έχει επίσης αντιταχθεί σε περαιτέρω κοινές εκδόσεις χρέους στην ΕΕ.
Οικονομολόγοι συζητούν εάν θα μπορούσε να γίνει κάποια μεταρρύθμιση στο φρένο χρέους ή εάν η Γερμανία θα μπορούσε να ξεκινήσει νέες δαπάνες εκτός προϋπολογισμού, ζητήματα άκρως σημαντικά που απαιτούν μεγάλη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Η Goldman Sachs αναμένει ότι οι συντηρητικοί θα υποστηρίξουν μόνο τροποποίηση του φρένου χρέους για μέτριες πρόσθετες δαπάνες, περίπου στο 0,5% του ΑΕΠ, αναμένοντας ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Ο Νταβίντ Ονέγκλια της εταιρείας συμβούλων TS Lombard αναμένει ότι οι εκλογές θα ανοίξουν συζητήσεις για το μοντέλο ανάπτυξης της Γερμανίας και τους κινδύνους για την ασφάλεια της ΕΕ. «Ο κύριος κίνδυνος κατά την άποψή μας είναι ότι αποτυγχάνουν να κατανοήσουν την ανάγκη αλλαγής πλεύσης επιστρέφοντας τελικά στις παλαιές μη βιώσιμες πλέον, οικονομικές συνταγές», είπε σε δηλώσεις του στο Reuters.
πηγή:insider.gr