*Του Θωμά Παπαλιάγκα, δικηγόρου
Το δίπολο δεξιάς-αριστεράς τείνει να αντικατασταθεί από το δίπολο αστών – λαϊκιστών ή συνταγματικού τόξου – άκρων. Η κατάσταση, που κλιμακώθηκε από την είσοδο της άκρας δεξιάς στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών δύο φορές, παράλληλα με την εκλογή δύο κυβερνήσεων με αντιδημοκρατική λειτουργία στην Ε.Ε. και κορυφώνεται με τη διαφαινόμενη νίκη της ακροδεξιάς στην Ιταλία, γίνεται άκρως ανησυχητική.
Στην κατάσταση αυτή έχει θέση η σοσιαλδημοκρατία;
Ας ξεκινήσουμε από μερικές παραδοχές. Πρώτον, κατά μεγάλο ποσοστό οι μη προνομιούχοι, οι άνθρωποι που δεν έχουν δουλειές, που είναι γενικά “στην απ’ έξω”, λειτουργούν απορριπτικά συλλήβδην για το πολιτικό σύστημα και είτε αδιαφορούν είτε ψηφίζουν τα άκρα. Δεύτερον, έχει αλλάξει η έννοια των βιοτικών αναγκών, καθώς σε αυτές σε πολλές κοινωνίες πλέον συμπεριλαμβάνονται η πρόσβαση στο διαδίκτυο και η αγορά έξυπνων συσκευών.
Τρίτον, η επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι τέτοια, ώστε η αντίληψη πολλών για το τι συμβαίνει γύρω τους κινείται μεταξύ των όσων ζουν στην πραγματική τους ζωή και των όσων βλέπουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι η λεγόμενη από τον Θεοφάνη Τάση «εικονιστική κοινωνία».
Τέταρτον, ο εγκλεισμός επί δύο σχεδόν χρόνια την εποχή του κορωνοϊού προκάλεσε αύξηση των ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων και των βίαιων και έκνομων συμπεριφορών. Πέμπτον, η τηλεργασία έχει αλλάξει την όλη λογική της παροχής εργασίας.
Έκτον, εμφανίζεται το κίνημα της παραίτησης των νέων. Παράλληλα, το κίνημα της σιωπηρής παραίτησης θέλει τους εργαζομένους να εργάζονται “τόσο όσο” ώστε να μην απολυθούν. Η αύξηση του βιοτικού επιπέδου οδήγησε πολλούς να προτιμούν να ζουν με επιδόματα παρά να εργάζονται τόσο σκληρά, ακόμη κι αν δουλεύοντας αμείβονται καλύτερα.
Στην Ελλάδα φέτος παρουσιάστηκε ένα μεγάλο κενό σε θέσεις εργασίας στον τουρισμό (50.000 θέσεις), όπως και στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Θέσεις που φαίνονται καλοπληρωμένες. Όμως, αφενός είναι χειρωνακτικές, αφετέρου, αν διαιρέσει κανείς τον μισθό τους με τις ώρες εργασίας, αντιλαμβάνεται ότι το ωρομίσθιο συχνά δεν ξεπερνά τα 3-4 ευρώ.
Η σοσιαλδημοκρατία στην όλη αυτή κατάσταση οφείλει να έχει απαντήσεις. Τον προηγούμενο αιώνα είχε λόγο ύπαρξης ως μοχλός εξανθρωπισμού του καπιταλισμού, ο οποίος με τις δικές του πειθαρχίες παρήγε τον πλούτο. Σήμερα όμως οφείλει και η ίδια να απαντήσει πώς θα παραχθεί πλούτος, πώς θα τον κατανείμει δίκαια, πώς θα δώσει καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, πώς θα προστατέψει τους πολίτες από τις επιθέσεις τραπεζών και funds στις περιουσίες τους, πώς θα δώσει δεύτερες ευκαιρίες, πώς θα χρηματοδοτήσει το κράτος πρόνοιας αλλά και τις σημερινές απαιτήσεις των πολιτών της. Σε μία εποχή που πολλά παλιότερα ζητούμενα θεωρούνται δεδομένα.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”