Μια ακόμα μελέτη σκιαγραφεί το αποτύπωμα της COVID-19 στον οργανισμό, αναδεικνύοντας τα χρόνια νευροψυχιατρικά συμπτώματα που καταλείπει η νόσος σε μεγάλη μερίδα ασθενών μετά την ανάρρωση. Σύμφωνα με όσα καταγράφει, κόπωση και πονοκέφαλος ήταν τα συχνότερα συμπτώματα τέσσερις μήνες μετά την ανάρρωση ακολουθούμενα από μυϊκούς πόνους, βήχα, αλλαγές στη γεύση και την όσφρηση, πυρετό, ρίγη και ρινική συμφόρηση.
Το επιστημονικό εγχείρημα βασίζεται στα προκαταρκτικά ευρήματα της μελετης CONGA (COVID-19 Neurological and Molecular Prospective Cohort Study) για 200 ασθενείς με κορωνοϊό που έλαβαν μέρος στην έρευνα 125 ημέρες από τη θετική διάγνωση στον SARS-CoV-2. Κάποια από τα ευρήματα έδειξαν ότι:
- το 80% των ασθενών ανέφεραν νευρολογικά συμπτώματα με πιο κοινό την κόπωση (68,5%) και έπειτα τον πονοκέφαλο (66,5%), αλλαγές στην όσφρηση (54,5%) και τη γεύση (54%), ένα 47% πληρούσε τα κριτήρια της ήπιας γνωστικής βλάβης με μειωμένο λεξιλόγιο και εξασθενημένη μνήμη εργασίας και 21% ανέφεραν σύγχυση
- η υπέρταση ήταν η πιο κοινή προϋπάρχουσα πάθηση
- δεν υπήρξε καμία αναφορά για εγκεφαλικό επεισόδιο, αδυναμία ή ανικανότητα ελέγχου των μυών που εμπλέκονται στην ομιλία, ενώ προβλήματα συντονισμού αποτέλεσαν σπάνια συμπτώματα
- το 25% πληρούσε τα κριτήρια για κατάθλιψη, ομάδα ασθενών που ανέφεραν επιπλέον προϋπάρχοντα διαβήτη, παχυσαρκία, υπνική άπνοια και ιστορικό κατάθλιψης
- για το 18% που ανέφερε άγχος η αναιμία και το ιστορικό κατάθλιψης εμφάνισαν συσχέτιση.
Αν και τα νευρολογικά συμπτώματα μετά την COVID-19 έχουν αποτυπωθεί σε πλήθος ερευνών, το ενδιαφέρον με την προκείμενη μελέτη είναι ότι τα συμπτώματα που ανέφεραν συχνά οι συμμετέχοντες δεν επαληθεύονταν στους κλινικούς ελέγχους. Όπως εξηγεί η Δρ Elizabeth Rutkowski, νευρολόγος και υπεύθυνη για τη δημοσίευση της έρευνας, ενώ η πλειοψηφία δήλωνε αλλοιμένη αίσθηση γεύσης και όσφρησης, στην πράξη η αλλοίωση δεν επαληθευόταν. Αντιστρόφως, για μεγάλος μέρος όσων δεν ανέφεραν τα παραπάνω συμπτώματα, τα σχετικά τεστ αποκάλυπταν ότι υπάρχει πρόβλημα, κάτι που η Δρ Rutkowski αποδίδει πιθανώς σε μια αλλαγή στην ποιότητα της γεύσης και της όσφρησης και όχι την εξασθένισή τους.
Κόπωση και φλεγμονή
Μια πιθανή εξήγηση κατά τη Δρ Rutkowski για την μετά-Covid κόπωση είναι τα αυξημένα επίπεδα φλεγμονής στον οργανισμό, κάτι που υποδεικνύουν αφενός οι υψηλές τιμές των φλεγμονοδών δεικτών ακόμη και κατά την ολοκλήρωση της μελέτης και, αφετέρου, παραδείγματα ατόμων με αυτοάνοσα νοσήματα όπως πολλαπλή σκλήρυνση και ρευματοειδής αρθρίτιδα που ανέφεραν την κόπωση ως κορυφαίο σύμπτωμα. Εν ολίγοις, τα αντισώματα έναντι του ιού υποχωρούν, η φλεγμονώδης απόκριση παραμένει.
«Αναφέρουν σωματική κόπωση που εκδηλώνεται μέσω δύσπνοιας, πηγαίνουν να πλύνουν τα πιάτα και αισθάνονται ταχυπαλμίες, πρέπει να καθίσουν άμεσα και βιώνουν μυϊκούς πόνους σαν μόλις να έτρεξαν ένα χιλιόμετρο ή και παραπάνω» εξηγεί η ειδικός και προσθέτει ότι ενδεχομένως να συντελείται έως έναν βαθμό και νευρολογική κόπωση όπως εκφράζεται από αναφορές για ομίχλη του εγκεφάλου, δυσκολία συγκέντρωσης, αδυναμίας ανάγνωσης έστω ενός e-mail και μια συνολική πνευματική εξάντληση. Ορισμένες μελέτες, σημειώνει, έχουν δείξει ακόμη και συρρίκνωση του όγκου του εγκεφάλου συνεπεία ήπιας ακόμα έως μέτριας νόσου.
O ρόλος του υποδοχέα ACE2 στις νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη CONGA με τα περισσότερα συμπτώματα ανέφεραν παράλληλα καταθλιπτικά συμπτώματα και αγχώδεις διαταραχές. Εν προκειμένω, μια εξήγηση θα πρέπει να αναζητηθεί στις επιπτώσεις από τα παρατεταμένα lockdown και τα «αντικοινωνικά» μέτρα προστασίας, ωστόσο απαιτείται περαιτέρω διευρεύνηση για το πώς άτομα υψηλής λειτουργικότητας που ήταν σε εγρήγορση 80 ώρες την εβδομάδα, βρέθηκαν να περνούν τις 23 από τις 24 ώρες της ημέρας στο κρεβάτι τους.
Όσο όμως παραμένουν αναπάντητα τα ερωτήματα σχετικά με τις μακροχόνιες επιπτώσεις του κορωνοϊού και του συνδρόμου Long-Covid όπως αναφέρεται η κατάσταση που περιγράφει τα παρατεταμένα συμπτώματα όπως η χρόνια απώλεια της γεύσης και της όσφρησης, η εγκεφαλική ομίχλη, η έντονη κόπωση, η κατάθλιψη, το άγχος και η αϋπνία, η Δρ Rutkowski επισημαίνει την ανάγκη προστασίας από τον ιό.
Όπως εξηγεί καταληκτικά, μια πιθανή εξήγηση για τις εκτεταμένες επιπτώσεις του SARS-CoV-2 είναι η προσκόλλησή του στο μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης-2 (ACE2) για να εισέλθει στα κύτταρα και εμπλέκεται κυρίως σε λειτουργίες όπως η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και της φλεγμονής. Ο υποδοχέας ACE2 εντοπίζεται στους νευρώνες, στα κύτταρα της μύτης, της στοματικής κοιλότητας, των πνευμόνων και των αιμοφόρων αγγείων, καθώς και στης καρδιάς, των νεφρών και του γαστρεντερικού συστήματος.
Πηγή: ygeiamou.gr