Οι πτυχές στις οποίες εξαπλώθηκε η έντονη δημόσια αντιπαράθεση των τελευταίων εβδομάδων με επίκεντρο το χταπόδι είναι σχεδόν όσες και τα πλοκάμια του συγκεκριμένου μαλάκιου: Η βιολογία και η ζωολογία, η διατροφολογία, η ηθική φιλοσοφία, αλλά ακόμη και η πολιτική έχουν μετατραπεί σε πεδία ανταλλαγής απόψεων -πολύ συχνά ακραίων- γύρω από τον κώδικα σωστής συμπεριφοράς του ανθρώπου απέναντι στο χταπόδι.
Για παράδειγμα, το ζήτημα για το εάν πρέπει να αλιεύονται ή όχι τα χταπόδια προκάλεσε έναν μικρό εσωτερικό διχασμό στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, ξυπνώντας σοβούσες αμοιβαίες αντιπάθειες, εν προκειμένω ανάμεσα στην εφημερίδα «Αυγή» και τον Παύλο Πολάκη. Ακολούθως, η διχογνωμία γενικεύτηκε εξαιτίας ενός άλλου, κρίσιμης σημασίας διλήμματος: η χταποδοφαγία είναι δικαιολογημένη ή μήπως αποτελεί αμάρτημα και όνειδος για την ανθρώπινη κοινότητα; Και προχωρώντας περαιτέρω, ετέθη το ηθικής τάξης ζήτημα περί ευφυΐας.
Είναι άραγε το χταπόδι τόσο έξυπνο ώστε να ισοδυναμεί με αποτρόπαιο έγκλημα το να υφίσταται τα πάνδεινα, προτού καταλήξει να θυσιαστεί διά του μαρτυρίου της πυράς, του βρασμού ή του πνιγμού στο ξίδι κ.ο.κ.; Τη δεύτερη διάσταση του «χταπόδι-γκέιτ» εισήγαγε στη δημόσια σφαίρα ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» Θοδωρής Γεωργακόπουλος, σε κείμενο γνώμης υπό τον τίτλο «Γιατί δεν τρώω πια χταπόδια». Η θέση του εν λόγω συντάκτη κατά της χταποδοφαγίας συνοψίζεται σε επιχειρήματα όπως «ξέρουμε ότι τα χταπόδια μπορεί και να υπάρχουν επί 500 εκατ. χρόνια. Επιβίωσαν ακόμη και αφού εξαφανίστηκε το 75% των δεινοσαύρων. Το αίμα τους είναι μπλε, έχουν τρεις καρδιές και κάθε πλοκάμι τους έχει ξεχωριστό εγκέφαλο. Εχουν το μεγαλύτερο μυαλό από όλα τα ασπόνδυλα (και τα περισσότερα σπονδυλωτά). Και το κυριότερο από όλα: είναι πανέξυπνα. Αδικαιολόγητα, ακατανόητα πανέξυπνα». Κατά συνέπεια, όπως δηλώνει ο κ. Γεωργακόπουλος, «δεν μπορώ να φάω όντα τα οποία σέβομαι και θαυμάζω».
Η επίκληση του συναισθήματος συμπόνιας για τα αδίκως αφανιζόμενα χταπόδια παρασύρει τον αναγνώστη, ο οποίος δύσκολα μπορεί να διακρίνει ότι ο αρθρογράφος κατ’ ουσίαν προσπαθεί να στηρίξει μια εντελώς προσωπική άποψη (ότι τα χταπόδια είναι από τα ευφυέστερα πλάσματα της δημιουργίας), πάνω σε μια κατά το δοκούν παράθεση δεδομένων. Τα οποία είναι μεν επιστημονικά, όχι όμως και αδιαμφισβήτητα. Αντιθέτως, η «εξυπνάδα» των χταποδιών είναι, στην καλύτερη περίπτωση, σχετική. Περισσότερο επαφίεται στην οπτική γωνία του εκάστοτε παρατηρητή και την αντίστοιχη ερμηνεία, παρά σε αδιάσειστα επιστημονικά τεκμήρια.
Εξάλλου, αν ο κ. Γεωργακόπουλος επιλέγει να μην τρώει χταπόδια επειδή τα σέβεται και τα θαυμάζει, κάποιος άλλος μπορεί να σέβεται και να θαυμάζει π.χ. τις γαρίδες ή τις ακρίδες. Και, παρομοίως, να τις βαπτίζει ευφυείς, γοητευτικές κ.ο.κ. Ωστόσο, λαοί που έχουν περιλάβει τις ακρίδες στο διαιτολόγιό τους ουδόλως θα πτοηθούν από την αντίθετη άποψη οποιουδήποτε αρθρογράφου. Πάντως, το άρθρο του κ. Γεωργακόπουλου πέτυχε πανηγυρικά τον στόχο του: προκάλεσε αντιδράσεις, αναπαράχθηκε κατά κόρον στο Διαδίκτυο, προσέλκυσε σχόλια και συμπαθούντες, υιοθετήθηκε από διασήμους και έγινε viral. Εδωσε ακόμη και το έναυσμα για μια ορισμένη εκδοχή χταποδο-ακτιβισμού. Η συγκυρία, άλλωστε, ήταν ιδανική, καθώς το «χταπόδι-γκέιτ» είχε ήδη προκαλέσει τρικυμία στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή: Protothema.gr