Γράφει η Ιωάννα Γκανέτσα
Ο Τσέζαρε Παβέζε έχει πει: «Όταν γραφτεί η πρώτη γραμμή ενός αφηγήματος, έχουν ήδη επιλεγεί τα πάντα, και το ύφος και ο τόνος και η τροπή των γεγονότων. Με δεδομένη την πρώτη γραμμή, δεν χρειάζεται παρά υπομονή: όλα τα υπόλοιπα πρέπει και μπορεί να βγουν από αυτήν».
Η Έλενα Σαλιγκάρα γράφει, λοιπόν, στην αρχή του βιβλίου της «Την πρώτη φορά που ταξίδεψα» (Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ): «Πετούσα πάνω από το Αιγαίο και κοίταζα λαίμαργα τις εικόνες από το παράθυρο. Θάλασσα κυρίως και μέσα της νησιά, παρόμοια σε μέγεθος.»
Τι μαθαίνουμε από αυτή την πρώτη πρόταση; Η ηρωίδα πετά –έτοιμη για μια φυγή που είναι φανερό ότι έχει ανάγκη έτσι «λαίμαργα» που κοιτά τις εικόνες από το παράθυρο. Επιπλέον, η αφήγηση της ιστορίας που μόλις έχει ξεκινήσει είναι σε πρώτο πρόσωπο, πρόσωπο εξομολογητικό, ενδοσκοπικό. Η Δέσποινα, η κεντρική ηρωίδα της Έλενας, είναι έτοιμη να μας διηγηθεί την ιστορίας της χωρίς αναβολές. Το ταξίδι στην Κρήτη έχει ξεκινήσει.
Η Έλενα –και σε αυτό το βιβλίο όπως και στο προηγούμενο- επιλέγει μια θεματολογία με δυο άξονες: την κοινωνία και τα συναισθήματα. Οι αναγνώστες γίνονται μάρτυρες της ζωής μιας γυναίκας που η ίδια θα δηλώσει για τον εαυτό της: «Έτσι ήμουν κι εγώ, μια ψηλή, αγέρωχη κι ακούραστη μηχανή, δοτική και σίγουρη, έρμαιο στα παιχνίδια της ζωής.»
Η Δέσποινα είναι μόνιμη κάτοικος του Μεσολογγίου. Η συγγραφέας απεικονίζει την καθημερινότητα και τα συναισθήματα μιας γυναίκας της επαρχίας, με τις συμβάσεις, τα ηθικά «πρέπει» και τα «θέλω» της καρδιάς, που συχνά στοιχειώνουν τις γυναίκες. Παράλληλα, αποκαλύπτει τις φωτεινές στιγμές μιας περιόδου της ζωής της, στιγμές που ζει σε έναν άλλο τόπο, την Κρήτη, ελεύθερη για λίγο από όλα όσα την κρατούν δέσμια της καθημερινότητάς της.
Στη διάρκεια της αφήγησης, ο αναγνώστης μαθαίνει φυσικά ποια είναι αυτά τα παιχνίδια που όρισαν τις επιλογές και ως ένα βαθμό τον χαρακτήρα της Δέσποινας αλλά και πόσο μπορεί η ερωτική μοναξιά και η ερωτική οδύνη να λειτουργήσουν ως αποκωδικοποιητές της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς της ηρωίδας.
Η Έλενα Σαλγκάρα ακουμπά πολλά ζητήματα ζωής χωρίς να πλατειάζει ή να κουράζει. Δίνει μια μικρή δόση, όση χρειάζεται για να νιώσει ο αναγνώστης τα συναισθήματα και να προβληματιστεί, να μπει για λίγο στη θέση των ηρώων. Θέτει διλλήματα ηθικής και αποκαλύπτει τα μυστικά που καθένας μας κουβαλά στην καρδιά του, άλλοτε σαν βαρίδια κι άλλοτε σαν ανάσες ζωής.
Η ίδια η Δέσποινα θα το εξομολογηθεί άλλωστε στους αναγνώστες κάποια στιγμή: «Η ζωή μου συνεχίστηκε από εκεί που είχε σταματήσει· το ταξίδι στην Κρήτη ήταν ένα μικρό διάλειμμα, που δεν είχε ξεχαστεί, είχε θαφτεί όμως στα όνειρά μου, στις αναπολήσεις μου, στις ενδόμυχες σκέψεις μου, ερχόταν τις νύχτες όταν έκλεινα τα μάτια μου ή με έβρεχε στο ντους· άλλοτε έπαιρνε άλλη μορφή, γινόταν μουσική στο ραδιόφωνο, χρώμα στις κατασκευές μου, μυρωδικό στο φαγητό μου. Ήταν το μυστικό μου, ολότελα δικό μου.»
Τα ερωτήματα που αναδύονται μέσα από την αφήγηση και την ανάγνωση είναι αδιαμφισβήτητα πολλά. Τι συνέβη, τελικά στην Κρήτη –πέρα ίσως από το προφανές και γιατί δεν στάθηκε ικανό να αλλάξει τη μοίρα της ηρωίδας; Ποιος ορίζει τη μοίρα της Δέσποινας σε αυτή την ιστορία; Οι συμβάσεις της κοινωνίας; Οι δικές της αναστολές; Οι πεποιθήσεις της; Οι επιλογές της; Οι προτεραιότητες;
Ο αναγνώστης θα νιώσει αρκετές φορές πως θέλει να μπει στην ιστορία και να διαλέξει για τους ήρωες, να τους διευκολύνει -γιατί όλοι μας, όταν πρόκειται για τρίτους μας είναι πολύ εύκολο να δώσουμε τη σωστή λύση.
Η συγγραφέας δεν δίνει λύσεις που βολεύουν, που απαραίτητα χαροποιούν ή δικαιώνουν. Πραγματεύεται τα θέματα της όπως θα μπορούσαν να συμβούν στην καθημερινότητα και αυτό νομίζω είναι και η επιτυχία του βιβλίου. Κινείται από το προσωπικό στο κοινωνικό, από το συναίσθημα στην πράξη, από την αιτία στο αποτέλεσμα. Κινείται εντός των ορίων του ρεαλισμού, στήνοντας ένα σκηνικό που γεννά προβληματισμούς, καθώς ο καθρέφτης έχει πάντα δυο όψεις που επιζητούν τη θέασή τους.
Η Έλενα Σαλιγκάρα επιλέγει να ανοίξει ρωγμές στην ψυχή των ηρώων της, ώστε να διαρρεύσουν από μέσα τους τα πραγματικά συναισθήματα τους, οι αληθινές προθέσεις τους και οι σωστοί ανομολόγητοι πόθοι τους. Δε διστάζει να αποκαλύψει τις πιο ενδόμυχες σκέψεις ή τις πιο παράξενες πράξεις των ηρώων της, από τις οποίες δεν έχουν βγει απαραίτητα νικητές.
Τα τραύματα είναι ανοιχτά και σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν φαίνεται αν ο έρωτάς θα είναι αρκετός για να τα κλείσει. Δεν εστιάζει τόσο στην ερωτική ιστορία, λοιπόν, όσο στην αποδοχή και στην αναγνώριση της αναγκαστικής πορείας που επηρεάζει τη ζωή των ηρώων της. Εξάλλου το βιβλίο δεν είναι ερωτικό, δεν είναι αυτό το κατεξοχήν θέμα του. Ο έρωτας είναι απλώς η αφορμή.
Η συγγραφέας θέλει περισσότερο να μιλήσει για τις αφετηρίες των αναστολών, για τους φραγμούς, για το οικογενειακό περιβάλλον, για τον ρόλο των γεγονότων στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, για τον καθοριστικό ρόλο των επιλογών και για των αποφάσεων σε κάθε στιγμή της ζωής μας, για το δικαίωμα του να επιλέγει κανείς πώς να ζήσει τη ζωή του – ή ίσως για το τι συμβαίνει όταν κάποιος δεν ζει τη ζωή του όπως θέλει.
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο οι αποφάσεις των ηρώων κάθε στιγμή καθορίζουν την εξέλιξη της ζωής τους και φυσικά την εξέλιξη του βιβλίου. Οι αποφάσεις –σαν αλυσιδωτή αντίδραση– θα οδηγήσουν στο φινάλε, το οποίο είναι απρόβλεπτο: μια μικρή λεπτομέρεια αν άλλαζε ίσως όλα να ήταν διαφορετικά.
Το βιβλίο έχει μια τρυφερότητα στην αφήγηση και μια σκληρότητα στα γεγονότα που εξιστορούνται. Μια μοναξιά που χαρακτηρίζει τη ζωή της ηρωίδας και μια ελπίδα για τον μέλλον. Έναν ρεαλισμό στη σκιαγράφηση των προσώπων και μια μαγεία που πλανιέται στις σελίδες του βιβλίου. Από κάθε άποψη ένα μυθιστόρημα που αξίζει τον χρόνο της ανάγνωσης.