Η «ιδεολογία του θύματος» μαζί με την πολιτική ορθότητα, παρά την παραπλανητική εμφάνισή τους, εγγράφονται πλήρως στην νεοφιλελεύθερη δυναμική ως στρατηγικά εργαλεία πολιτικής κυριαρχίας. Πώς συνάδει κάτι τέτοιο; Ο νεοφιλελευθερισμός βασίζεται σε μια ατομιστική οντολογία: στην οντολογία περί ενός ανθρώπου που είναι επιχειρηματίας του εαυτού του. Εντός αυτού του πλαισίου οι ταυτότητες -οι οποίες πόρρω απέχουν από το να παραπέμπουν σε καθορισμένους προσδιορισμούς, όπως είναι το έθνος, η φυλή, η οικογένεια, η εκκλησία, το πολιτικό κόμμα- υπόκεινται σε μια κατάσταση διαρκούς ανακατασκευής με σκοπό την προσαρμογή τους σε ένα πρότυπο ατομικής βελτιστοποιήσεως, κάτι το οποίο συνάδει πλήρως με μια κοινωνία άκρως ανταγωνιστική. Η νέα κουλτούρα του καπιταλισμού βασίζεται σε αυτό που αποκαλείται «στρατηγικές ταυτότητος», δηλαδή εξατομικευμένες ταυτότητες, ρευστές και μεταβαλλόμενες, προσαρμοσμένες σε μια λογική δικτύων. Η ελευθερία επιλογής εκδηλώνεται επίσης στο δικαίωμα κάθε ατόμου να χτίσει την δικιά του υποκειμενικότητα. Εντός αυτού του πλαισίου ο νεοφιλελευθερισμός δεν ιδιωτικοποιεί αποκλειστικώς και μόνον δημόσιες υπηρεσίες, αλλά ιδιωτικοποιεί επίσης και ταυτότητες. Παράδοξο κι όμως αληθινό είναι ότι αυτή η μέθοδος εξάπλωσης της «διαφορετικότητας» ως αξίας μοιάζει με ασφυκτικό κλοιό ομογενοποίησης κάθε πραγματικά προσωπικού στοιχείου ώστε τελικά οι μόνοι που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως διαφορετικοί να είναι όσοι αρνούνται τη διαφορετικότητα. Επομένως, όσο κι αν οι επαγγελματίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσπαθούν να μας πείσουν για έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, μπρος σε όλους τους αγώνες για την ισότητα των ευκαιριών, τελικά υποκρύπτεται περισσότερο μια κοινωνική δημογραφία αναζήτησης νέων lifestyleταυτοτήτων που είναι ικανές να τονώσουν τις δυνατότητες της Αγοράς, παρά κάποιος προθάλαμος για ένα «προοδευτικό και δημοκρατικό μέλλον». Δεν θα ήταν άκαιρο λοιπόν να υποθέσουμε ότι η επένδυση που επιδεικνύει ο σύγχρονος –μεταμοντέρνος, ατομικίστικος και μηδενιστικός, παρά τις όποιες διακηρύξεις του– αναρχισμός στη διαδικασία της «αποδόμησης» των ταυτοτήτων τον καθιστά αυτομάτως λαγωνικό του νέο-φιλελευθερισμού. Αν λάβουμε υπόψη την τάση που επικρατεί σήμερα, η διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών είναι αντιστρόφως ανάλογη της συλλογικής ελευθερίας. Στους χώρους που λιβανίζεται νυχθημερόν το ευαγγέλιο της ισότητας, ξημερώνει μια πρωτόγνωρη κομφορμιστική δικτατορία. Ένας δεσποτισμός που ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες μιας ευέλικτης, ευκίνητης και καταναλωτικής κοινωνίας αντί της εύτακτης, συμπαγούς και παραγωγικής κοινωνίας.
Εκεί διεισδύει η δυναμική της θυματοποιήσεως. Η θυματοποίηση είναι ένα εργοστάσιο κατασκευής ιδιαιτέρων ταυτοτήτων, ταυτοτήτων κατακερματισμένων, αποκομμένων από συλλογικούς προσδιορισμούς που εμπεριέχουν μια αυθεντική πολιτική διάσταση. Με την προώθηση ενός υπερευαίσθητου εγώ, που διεκδικεί το δικαίωμά του στην διαμαρτυρία, στην ευτυχία και στον σεβασμό των συναισθημάτων του, η ιδεολογία του θύματος ενισχύει τους ισχυρούς, παρηγορεί τους ασθενέστερους και γενικώς χρησιμεύει για την αποπολιτικοποίηση του δημοσίου πεδίου. Έτσι, η δημοκρατία δρομολογείται προς την κατεύθυνση μιας πολιτικής που στηρίζεται στην ενσυναίσθηση και στον τρόπο ζωής και περιορίζεται στις διακυμάνσεις της διαθέσεως για την συμμετοχή στα κοινά, που είναι ολοένα και πιο παιδιάστικη. Η εισβολή της πολιτικής της συμπόνοιας συσχετίζεται με τον κατακλυσμό της δημόσιας σφαίρας από το ιδιωτικό. Η γενίκευση των καλών συναισθημάτων συνοδεύει και επιδεινώνει τον περιορισμό του ανθρώπου στην ιδιωτική του σφαίρα. Η πολιτική ζωή ταλαντεύεται μ’ αυτόν τον τρόπο γέρνοντας προς την κατεύθυνση μιας ‘κοινωνίας των πολιτών’ που καλείται να συμμετάσχει στην ‘διακυβέρνηση’ για την ικανοποίηση ‘κοινωνικών αιτημάτων’ που δεν έχουν πλέον καμία σχέση με την πολιτική άσκηση της ιδιότητας του πολίτη. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι αυτή της «διακυβερνήσεως».
Η προβολή του θύματος αποτελεί μέρος αυτού του μετασχηματισμού της ιδέας και της πρακτικής της δημοκρατίας. Η ρητορική περί της «ενδυναμώσεως» των διαφόρων ιδιαιτέρων κοινωνικών ομάδων, η εμμονή στην δημιουργία «χώρων αυτονομίας» για τις καταπιεσμένες μειονότητες, τα αιτήματα της «ενσωματώσεως», της συμμετοχής και της επικοινωνίας … όλα αυτά ενσωματώνονται στην άκρως νεοφιλελεύθερη ιδέα περί «καλής διακυβερνήσεως». Αυτό κατ’ ουσία σημαίνει ότι η δημοκρατία δεν ταυτίζεται πλέον με την λαϊκή διαβούλευση και την βούληση της πλειονότητος, αλλά του σεβασμού των διαδικαστικών κανόνων διαχειρίσεως και διαιτησίας των διάσπαρτων συμφερόντων. Το πολιτικό αποδυναμώνεται μέσα στο διαχειριστικό (management) και το δημόσιο μέσα στο ιδιωτικό. Εντός αυτού του πλαισίου ο «λαός» είναι πάντοτε ύποπτος. Γι’ αυτό είναι καλύτερο να αποδομηθεί.
Η κατάσταση του «θύματος» δεν αποδίδεται σε αντικειμενικά άδικες καταστάσεις, αλλά στο «είναι» του «θύματος»: Σεξουαλικός προσανατολισμός (όσο πιο πολλά φύλα ακόμα καλύτερα, μέχρι να φτάσουμε στο τελείως άφυλο ), φυλετική και θρησκευτική διάσταση, κατά κανόνα μη δυτική (όσο πιο «εξωτική» τόσο καλύτερα), ιδεολογία που καλύπτει τα παραπάνω ή «υπερασπίζεται» εργολαβικά τα παραπάνω και ταυτίζεται μαζί τους «ενάντια «σε κάθε πατριαρχία, κάθε εξουσία», μέχρι η αληθινή συλλογική ταυτότητα (η Ελλάδα) «να πεθάνει για να ζήσουμε οι – όποιοι- εμείς», ιδεολογία «ελευθεριακή» (όσο πιο αναρχική τόσο καλύτερα), άλλωστε οι «αναρχικοί» κατά κάποιους δημοσιογράφους αλλά και «καθώς πρέπει» πολιτικούς, πάντα «έχουν κάτι ενδιαφέρον να μας πουν» (και, βεβαίως, βεβαίως, είναι ΠΑΝΤΑ «θύματα της κρατικής καταστολής».
Όλοι αυτοί – και όχι μόνο- είναι πάντα θύματα, διότι το «είναι» τους το προκαθορίζει (ακόμα και αν όχι απλά δεν καταπιέζονται, αλλά τους επιτρέπονται «ακτιβιστικές δραστηριότητες» αδιανόητες για άλλους). Όλοι οι υπόλοιποι με «ενσυναίσθηση» πρέπει να ταυτιστούνε με (τα συγκεκριμένα) θύματα ή τουλάχιστον να δικαιολογούνε όλα όσα προέρχονται από αυτούς, ειδάλλως στερούνται το τόσο απαραίτητο στα σοσιαλιστικής ή φιλελεύθερης «ευαισθησίας» σαλόνια, την πολιτική ή μηντιακή «αγορά», το τόσο πολύτιμο «προοδευτικό πρόσημο». Ας προσέξουμε κάτι : το «φαινόμενο» πήρε παροξυσμική διάσταση σήμερα (από την κυριαρχία της «Κριτικής Θεωρίας» («Σχολή της Φρανκφούρτης») και της «Γαλλικής Θεωρίας» (Φουκώ κλπ), αλλά δεν είναι μόνο σημερινό, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζεται από την «ελίτ» που κατατρύχεται από την αγωνία «αποδοχής» της. Ο μέγας Ντοστογιέφσκι στο αριστούργημά του «ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ», περιγράφει πως η αργόσχολη «ελίτ» της προεπαναστατικής Ρωσίας άνοιγε τα σαλόνια της στους «δαιμονισμένους» (του αναρχομηδενιστές της εποχής) και χρηματοδοτούσε τα έντυπά τους, ακριβώς γιατί το υπαρξιακό κενό της χρειαζόταν «προοδευτικό» γέμισμα.Σε κοινωνικό επίπεδο, η αυτοθυματοποίηση έχει ακόμα πιο βαθιές ρίζες. Μπορεί να την ανιχνεύσει κανείς πρώιμα στους στίχους του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού «Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε. Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε». Είναι ιδιαίτερα εύστοχη η επισήμανση του Κέβιν Φέδερστον, καθηγητή Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών στο LSE, που υποστηρίζει ότι «από τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα η ελληνική κοινωνία τείνει να διακατέχεται από διαρκή αίσθηση θυματοποίησης (sense of victimhood)».Αυτό είναι διαχρονικά το μαλακό υπογάστριο της πατριωτικής παράταξης στην Ελλάδα, η κατασκευασμένη και φορεμένη πάνω της ενοχή για γεγονότα στα οποία είχε κατά κανόνα μηδενική, μικρή ή διαφορετική από την καταλογιζόμενη ευθύνη. Κάθε αναφορά, κάθε παραπομπή σε αυτή την ιστορική αλλά και κοινωνικοπολιτική κονίστρα είναι αρκετή για να αποσυντονίσει τον πολιτικό λόγο και τη δημόσια παρουσία της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών εκπροσώπων της παράταξης αυτής, ακόμα και σήμερα. Ελάχιστοι γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς να αντιπαρατεθούν και να ακυρώσουν τα προκάτ και ξεπερασμένα αφηγήματα της κάθε κοπής εθνοαποδομητικής εκδοχής. Ακριβώς γι’ αυτό, πολύ εύκολα και πρόθυμα, η εθνομηδενιστική «ελίτ» στην Ελλάδα μεταθέτει την ουσιαστική δημόσια συζήτηση στο «κυνήγι φαντασμάτων», γνωρίζοντας ότι ανά πάσα στιγμή αυτό είναι το αδύνατο σημείο του αντιπάλου, η ανομολόγητη ενοχή. Η «υπεράσπιση» των «θυμάτων» από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, επικοινωνιολόγους (δηλ οι σύγχρονοι προπαγανδιστές), τηλεπερσόνες, διαφημιστές, δημοσιογράφους αποκτά χαρακτηριστικά «ηθικής αποστολής» και γίνεται με «εισαγγελικό ύφος» απέναντι σε όσους «τολμήσουν» να επισημάνουν το αυτονόητο : ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται», ότι κανείς δεν είναι ελέω «προδευτικού προσήμου» στο απυρόβλητο. Η υπεράσπιση του «θύματος» γίνεται με όρους πομπώδους υποκρισίας και ως αποτέλεσμα, ο ηθικός τόνος, το πομπώδες ύφος της μεταμοντέρνας ηθικής, παρέχει στο δημοσιογράφο τον άμβωνα του οργισμένου προφήτη, άκρως θεατρικού, μετατρέποντας τον λόγο των μέσων μαζικής ενημερώσεως σε έναν λόγο μόνιμης καταγγελίας και δημοσιοποιήσεως των «κακώς κειμένων», δηλαδή, των μη αρεστών αντιδράσεων και επισημάνσεων, διότι «ο οργισμένος προφήτης» που υπερασπίζεται το «θύμα» γίνεται πολύ εύκολα και ο ίδιος «θύμα», όχι μόνο γιατί τον βολεύει, αλλά και γιατί έτσι του αρέσει να βλέπει τον εαυτό του στον καθρέπτη, ακόμα και όταν κουνά το δάκτυλο με εισαγγελικό ύφος.
Ακριβώς στο σημείο αυτό, η κυρίαρχη υπερεθνική ελίτ χρησιμοποιεί τις «καλές υπηρεσίες» των νεοφιλελεύθερων διεθνιστών και των «αποδομιστών» που προέρχονται από τη «μετα-νεωτερική», μετα-εθνική «Αριστερά», οι οποίοι έχουν αναδειχθεί σε «οργανικούς διανοουμένους» της Νέας Τάξης και της Παγκόσμιας Ηγεμονίας. Πράγματι, η αυτοαποκαλούμενη «προοδευτική διανόηση» και η σημερινή «light» Ευρω-Αριστερά επιχειρούν, εδώ και χρόνια, να κρύψουν την ιδεολογική χρεωκοπία τους καθώς και την (ιστορική πλέον) αδυναμία τους να διατυπώσουν μια συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία, δραπετεύοντας σε έναν ολοκληρωτικής υφής (βαθύτατα αντιδημοκρατικό και δημο-φοβικό) εθνομηδενισμό. Γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιείται η «ιδεολογία του θύματος» ως εργαλείο αποδομήσεως των εθνών και διαλύσεώς τους σε κοινωνικά αμαλγάματα, σε ομάδες συμφερόντων, σε επί μέρους «συλλογικότητες» ποικίλης προελεύσεως (η αποκαλούμενη «ποικιλομορφία»), που συνενώνονται μεταξύ τους μόνο με συμβατικούς δεσμούς. Απώτερος σκοπός είναι να οδηγηθούν τα έθνη σε μια διαδικασία αποσυνθέσεως, μέσω της εθνοπολιτισμικής τους μετάλλαξης – και τον συνακόλουθο εθνοφυλετικό κατακερματισμό τους, μια διαδικασία την οποία δύσκολα θα δύνανται να αντιστρέψουν, χωρίς να μπορούν να εκπληρώσουν τον ιστορικό τους ρόλο, και απλώς να επιβιώνουν μόνο βάσει εισαγόμενων κανόνων και εξωγενών κανονισμών, ούτως ώστε να μπορούν να υπόκεινται σε ολοκληρωτικό και ασφυκτικό έλεγχο.
*Ενδεικτική βιβλιογραφία:Adriano Erriguel: «Κόκκινοι ή νεοφιλελεύθεροι; Η αποδόμηση της μεταμοντέρνας Αριστεράς», Εκδόσεις «Έξοδος» 2020.
*Daniele Giglioli, Crítica de la víctima Herder Editorial, 2017.
*Shmuel Trigano, “La nounelle ideologie dominante -Le post-modernisme”, Έditions Herman,2012
Κώστας Βαϊούλης, Επικεφαλής Δημοτικής παράταξης «Λαρισαίων Κοινόν» – Δημοτικός Σύμβουλος